- αντιπαρατάσσω
- (AM ἀντιπαρατάσσω κ. -ττω)1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου2. (-ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπαρατάσσω — αντιπαρατάσσω, αντιπαρέταξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντεκτάσσω — ἀντεκτάσσω (Α) αντιπαρατάσσω στρατιωτικές δυνάμεις απέναντι στον εχθρό … Dictionary of Greek
αντιτάσσω — (Α ἀντιτάσσω κ. ττω) 1. προβάλλω κάτι εναντίον άλλου για άμυνα 2. αντιπαρατάσσω τον στρατό εναντίον των εχθρών 3. ( ομαι) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι αρχ. ( ομαι) αντιπαραβάλλω, συγκρίνω … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek